- λιοβόρι
- τοβορειοανατολικός άνεμος που έχει ως συνέπεια ξηρό καιρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(I)* + -βορι(< βοριάς), πρβλ. ξερο-βόρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek